κάμηλος
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ and ἡ (as in Ar.Av.1563),
A camel, Camelus bactrianus and Camelus dromedarius (cf. Arist.HA499a13), A.Supp.285, etc.; τοὺς ἔρσενας τῶν καμήλων Hdt.3.105; κάμηλος ἀμνός = a camel-lamb, i.e. young camel, Ar.Av.1559 (lyr.); κάμηλος δρομάς Plu.Alex.31: prov., κάμηλον καταπίνειν = swallow a camel Ev.Matt.23.24; cf. κάμιλος.
2 ἡ κάμηλος = camelry, Hdt.1.80. (Semitic word, cf. Hebr. gāmāl.)
German (Pape)
[Seite 1316] ὁ, u. häufiger ἡ, das Kameel; καμήλοις ἀστραβιζούσαις Aesch. Suppl. 282; Ar. Av. 1559; Her. 1, 80; τοὺς ἔρσενας τῶν καμήλων 3, 105; Folgde; δρομάς Plut. Alex. 31. – Ἡ κάμηλος wird wie ἡ ἵππος kollecliv gebraucht, die sämmtlichen im Heereszuge befindlichen Kameele, Her. 1, 80. – Vgl. κάμιλος.
French (Bailly abrégé)
ου;
1 (ὁ et ἡ) chameau, chamelle, animal ; κάμηλος δρομάς, dromadaire;
2 (ἡ) troupe de chameaux dans une armée.
Étymologie: R. Καμ, être courbe, cf. κάμπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάμηλος -ου, ὁ, ἡ kameel, ook dromedaris; collect.: τῇ δὲ καμήλῳ ἕπεσθαι τὸν πεζὸν στρατὸν ἐκέλευε hij beval dat de voettroepen de afdeling kamelen moesten volgen Hdt. 1.80.2.
Russian (Dvoretsky)
κάμηλος:
I (ᾰ) ὁ и ἡ верблюд, верблюдица Aesch., etc.: κάμηλος ἀμνός Arph. верблюжонок; κάμηλος δρομάς Plut. дромадер; εὐκοπώτερόν ἐστιν κάμηλον διὰ τρήματος ῥαφίδος (или βελόνης) διελθεῖν погов. NT легче верблюду пройти сквозь игольное ушко.
II ἡ собир. армейские верблюды Her.
Spanish
English (Strong)
of Hebrew origin (גָּמָל); a "camel": camel.
English (Thayer)
(κάμιλος) καμιλου, ὁ, a cable; the reading of certain manuscripts in Tdf. s notes). The word is found only in Suidas (1967c.) and the Schol. on Aristophanes reap. (1030): "κάμιλος τό παχύ σχοινίον διά τοῦ ἰ." Cf. Passow (or Liddell and Scott), under the word; (WH's Appendix, p. 151 b).
Greek Monolingual
καμήλα και γκαμήλα και κάμηλος, η (AM κάμηλος, ὁ, ἡ, Μ και καμήλα)
1. μεγαλόσωμο μυρηκαστικό ζώο που φέρει έναν ή δύο ύβους και που, σύμφωνα με το σημερ. σύστημα ταξινόμησης, ανήκει στην οικογένεια camelidae («αἱ δὲ κάμηλοι ἴδιον ἔχουσι... τὸν καλούμενον ὕβον ἐπί τῷ νώτῳ», Αριστοτ.)
2. παροιμ. «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — γι' αυτούς που επικρίνουν τα μικρά παραπτώματα τών άλλων και παραβλέπουν τα δικά τους μεγάλα αμαρτήματα (ΚΔ)
νεοελλ.
1. (μτφ. για γυναίκα) αυτή που έχει ψηλό και ασύμμετρο σώμα
2. η κωμική αναπαράσταση καμήλας στις γιορτές της Αποκριάς
3. παροιμ. α) «η καμήλα για έν' άσπρο, και δε βγαίν' αγοραστής» — για τη σχετική αξία τών πραγμάτων
β) «η καμήλα πήγε να της βάλουν κέρατα, και της έκοψαν τ' αφτιά» — για γεγονός αντίθετο με το επιδιωκόμενο
αρχ.
(περιλπτ.) ἡ κάμηλος
το σύνολο τών καμήλων και τών αναβατών τους σε ένα στράτευμα («τῆ δὲ καμήλῳ ἕπεσθαι τὸν πεζὸν στρατὸν ἐκέλευε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. σημιτικής προελεύσεως
πρβλ. εβρ. gāmāl απ' όπου η γλώσσα του Ησύχ. γαμάλ
ἡ κάμηλος παρὰ Χαλδαίοις. Με τον σημιτικό τ. για την «καμήλα» συνδέεται και η ετυμολ. προέλευση του γράμματος γάμμα (βλ. εγκ. λ. Γ, γάμμα). Το -η- του επιθήματος -ηλος της λ. κάμηλος οφείλεται στην τροπή του -ᾱ- σε -η- στην ιων.-αττ. διάλεκτο. Τη λ. κάμηλος δανείστηκε επίσης η αρχ. ινδ. με τη μορφή kramela-, η λατ. με τη μορφή camēlus και στη συνέχεια οι ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. camel, γερμ. Kamel). Ο νεοελλ. τ. καμήλα είναι μεταπλασμένος τ. του κάμηλος κατά τα πρωτόκλιτα σε -α (πρβλ. παρθένος: παρθένα), ενώ ο τ. γκαμήλα σχηματίστηκε με ηχηροποίηση του κ- σε γκ- που ξεκίνησε από την αιτ. την καμήλα > την gαμήλα > η γκαμήλα (πρβλ. τον κρημνό > τον κρεμνό > το γκρεμό > ο γκρεμός).
ΠΑΡ. καμήλι(-ιον)
αρχ.
καμήλειος, καμηλεύω, καμηλίζω, καμηλικός, καμηλίτης, καμηλών
αρχ.-μσν.
καμηλάριος, καμηλώδης
μσν.- νεοελλ.
καμηλάρης
νεοελλ.
καμηλήσιος, καμηλιέρης, καμηλό, καμηλωτή.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) καμηλέμπορος, καμηληλασία, καμηλοπάρδαλη(-ις)
αρχ.
καμηλάνθραξ, καμηλάτης, καμηλοβάτης, καμηλοβοσκός, καμηλοπόδιον, καμηλοσφαγώ, καμηλοτρόφος
μσν.
καμηλογόμαρον, καμηλοειδώς, καμηλόκεντρον, καμηλοκόμος, καμηλοφορβός
νεοελλ.
καμηληλάτης, καμηλόδερμα, καμηλόμαλλο, καμηλοπούλι, καμηλοτόμαρο, καμηλότριχα, καμηλόψωρα. (Β' συνθετικό) στρουθοκάμηλος
νεοελλ.
προβατοκάμηλος, ψηλογκαμήλα].
Greek Monotonic
κάμηλος: [ᾰ], ὁ και ἡ,
1. καμήλα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· κ. ἀμνός, νεογέννητο καμήλας, δηλ. νεαρό καμηλάκι, σε Αριστοφ.
2. ἡ κ. (όπως το ἡ ἵππος), καμήλες στο στράτευμα, όπως μπορεί κάποιος να πει το καμηλικό κατά αντιστοιχία του ιππικού, στρατιωτικό τάγμα από καμήλες, σε Ηρόδ. (πρβλ. το εβρ. gâmal).
Greek (Liddell-Scott)
κάμηλος: ᾰ, ὁ καὶ ἡ, «καμήλα», πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. (πρβλ. ἀστραβίζω), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 285· τοὺς ἔρσενας τῶν καμήλων Ἡρόδ. 3. 105· κάμηλος ἀμνός, νεογνὸν καμήλου, «καμηλάκι», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1559· κάμηλοι αἱ Βακτριαναὶ καὶ αἱ Ἀράβιαι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1. 16· διαφέρουσι δὲ αἱ Βάκτριαι τῶν Ἀραβίων· αἱ μὲν γὰρ δύο ἔχουσιν ὕβους, αἱ δὲ ἕνα μόνον αὐτόθι 24· κ. δρομὰς Πλουτ. Ἀλέξ. 31. 2) ἡ κάμηλος (ὡς ἡ ἵππος, τὸ ἱππικόν), κάμηλοι ἔν τινι στρατεύματι μετὰ τῶν ἀναβατῶν αὐτῶν, ὡς εἰ ἐλέγομεν τὸ καμηλικὸν κατ’ ἀναλογίαν πρὸς το ἱππικόν, τῇ δὲ καμήλῳ ἕπεσθαι τὸν πεζὸν στρατὸν ἐκέλευε Ἡρόδ. 1. 80. - Πρβλ. κάμιλος. (Πρβλ τὸ Ἑβρ. gamal).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. f.
Meaning: camel (Hdt., A., Ar.).
Compounds: As 1. member e. g. in καμηλο-πάρδαλις f. giraffe (Agatharch., LXX; Strömberg Wortstudien 12); also in καμηλάτης for *καμηλ-ελάτης camel-driver with καμηλ-άσιον camel-drivers wages (pap.), -ασία camel-driving (Dig.).
Derivatives: Diminut. καμήλιον; adj. καμήλειος, καμηλικός belonging to a camel, καμηλώδης camel-like (Gal.); subst. καμηλίτης (Arist.), καμηλάριος camel-driver; καμηλών camel-stable; verb καμηλίζω `resemble a camel (Hld.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: From Semitic (orig. Babylonian?; Grimme Glotta 14, 17); cf. Hebr. gāmāl (= γαμάλ ἡ κάμηλος παρὰ Χαλδαίοις H.), with (Ionic?) development of α to η in -ηλος; cf. noch Γαυγάμηλα = καμήλου οἶκος Str. 16, 1, 3 (Kretschmer KZ 31, 287). - From κάμηλος come Skt. kramela- (after krámate stride) and Lat. camēlus and the Europaean forms.
Middle Liddell
κᾰ́μηλος, ὁ, ἡ,
1. a camel, Hdt., etc.; κ. ἀμνός a camel-lamb, i. e. young camel, Ar.
2. ἡ κ. (like ἡ ἵπποσ) the camels in an army, as one might say the camelry, camel-brigade, Hdt. [Cf. Hebr. gamal.]
Frisk Etymology German
κάμηλος: {kámēlos}
Grammar: m. f.
Meaning: Kamel (Hdt., A., Ar. usw.).
Composita: Als Vorderglied z. B. in καμηλοπάρδαλις f. Giraffe (Agatharch., LXX usw.; Strömberg Wortstudien 12); auch in καμηλάτης für *καμηλελάτης Kameltreiber mit καμηλάσιον Kameltreiberlohn (Pap.), -ασία das Kameltreiben (Dig.).
Derivative: Mehrere Ableitungen, meist aus den Papyri: Deminutivum καμήλιον; Adj. καμήλειος, καμηλικός zum Kamel gehörig, καμηλώδης kamelähnlich (Gal.); Subst. καμηλίτης (Arist. u. a.), καμηλάριος Kameltreiber; καμηλών Kamelstall; Verb καμηλίζω einem Kamel ähneln (Hld.).
Etymology: Aus dem Semitischen (ursprüngl. babylonisch?; Grimme Glotta 14, 17); vgl. hebr. gāmāl (= γαμάλ· ἡ κάμηλος παρὰ Χαλδαίοις H.), mit (ionischem?) Übergang von α zu η in -ηλος; vgl. noch Γαυγάμηλα = καμήλου οἶκος Str. 16, 1, 3 (Kretschmer KZ 31, 287). — Aus κάμηλος stammen sowohl aind. kramela- (nach krámate schreiten umgebildet) wie lat. camēlus und die europäischen Formen.
Page 1,771-772
Chinese
原文音譯:k£mhloj 卡姆羅士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:駱駝 相當於: (גָּמָל)
字義溯源:駱駝;源自希伯來文(גָּמָל)=駱駝);而 (גָּמָל)出自(גָּמַל)=報應)
出現次數:總共(6);太(3);可(2);路(1)
譯字彙編:
1) 駱駝(6) 太3:4; 太19:24; 太23:24; 可1:6; 可10:25; 路18:25
Wikipedia EN
A camel is an even-toed ungulate in the genus Camelus that bears distinctive fatty deposits known as "humps" on its back. Camels have long been domesticated and, as livestock, they provide food (milk and meat) and textiles (fiber and felt from hair). Camels are working animals especially suited to their desert habitat and are a vital means of transport for passengers and cargo. There are three surviving species of camel. The one-humped dromedary makes up 94% of the world's camel population, and the two-humped Bactrian camel makes up 6%. The Wild Bactrian camel is a separate species and is now critically endangered.
Mantoulidis Etymological
ὁ καί ἡ (=καμήλα). Ἑβραϊκή ἡ προέλευσή του.
Léxico de magia
ὁ camello símbolo del espíritu del mago P IV 2305
Translations
camel
Abkhaz: амахҽ; Acehnese: unta; Adyghe: махъчэ, махъушэ; Afar: rakúb; Afrikaans: kameel; Akan: afunupɔnkɔ; Akkadian: 𒃵𒂷; Albanian: deve; Amharic: ግመል; Apache Western Apache: bigháń háʼááhí; Arabic: جَمَل, نَاقَة, بَعِير, إِبِل; Egyptian Arabic: جمل; Aragonese: camello; Aramaic Hebrew: גמלא; Syriac: ܓܡܠܐ; Armenian: ուղտ; Assamese: উট; Asturian: camellu, camella; Avar: варани; Avestan: 𐬎𐬱𐬙𐬭𐬀; Azerbaijani: dəvə, nər; Baluchi: اشتر, ہشتر; Bashkir: дөйә; Basque: gamelu; Bau Bidayuh: unta; Belarusian: вярблюд; Bengali: উট; Bikol Central: kamelyo; Breton: kañval Baktria; Brunei Malay: unta; Bulgarian: камила; Burmese: ကုလားအုတ်, ကုလားအုပ်; Buryat: тэмээн; Catalan: camell; Central Melanau: utak; Chakma: 𑄅𑄑𑄴, 𑄃𑄪𑄑𑄴; Cham Eastern Western Chechen: эмкал; Cherokee: ᎨᎻᎵ; Chichewa: ngamira; Chinese Cantonese: 駱駝, 骆驼; Dungan: луәтуә; Eastern Min: 駱駝, 骆驼; Hakka: 駱駝, 骆驼; Hokkien: 駱駝, 骆驼; Mandarin: 駱駝, 骆驼; Wu: 駱駝, 骆驼; Chuvash: тӗве; Coptic: ϫⲁⲙⲟⲩⲗ; Czech: velbloud; Danish: kamel; Dhivehi: ޖަމަލު, އޮށް; Dutch: kameel; Eastern Arrernte: kamule; Erzya: дуе, ишем; Esperanto: kamelo; Estonian: kaamel; Evenki: тэве̄н; Ewe: kposɔ; Farefare: yʋgnɛ; Faroese: kamelur; Finnish: kameli; French: chameau, chamelle; Friulian: camęl; Gagauz: devä; Galician: camelo; Georgian: აქლემი; German: Kamel; Gondi: ఊటడ్; Gothic: 𐌿𐌻𐌱𐌰𐌽𐌳𐌿𐍃; Greek: καμήλα; Ancient Greek: κάμηλος; Guaraní: mymba'akãndu; Gujarati: ઊંટ; Haitian Creole: chamo; Hausa: raƙumi; Hebrew: גָּמָל, נָאקָה, בֶּכֶר; Hindi: ऊँट, उष्ट्र, शुतुर, उंट; Hinukh Hungarian: teve; Icelandic: úlfaldi; Ido: kamelo; Indonesian: unta; Ingrian: verbljuda; Irish: camall; Italian: cammello, cammella; Japanese: 駱駝, ラクダ; Javanese: ꦲꦸꦤ꧀ꦠ, ꦲꦺꦴꦤ꧀ꦠ; Kabiyé: aɖaɖa; Kabyle: alɣem; Kalmyk: темән; Kannada: ಒಂಟೆ; Karachay-Balkar: тюе; Karakalpak: tu'ye; Kashmiri: ووٗنٛٹ, ووٗنٛٹِنؠ, वूँट; Kazakh: түйе; Khakas: тибе; Khmer: អូដ្ឋ; Korean: 낙타(駱駝), 락타(駱駝); Kumyk: тюе; Kurdish Central Kurdish: حوشتر, وشتر; Northern Kurdish: hêştir, deve; Kyrgyz: төө; Ladin: camel; Ladino: gameyo; Lak: варани; Lao: ອູດ; Latin: camelus, camela; Latvian: kamielis; Laz: აქრემი, აქლემი; Lezgi: лавар, деве; Lithuanian: kupranugaris; Luxembourgish: Kaméil; Macedonian: камила; Maguindanao: onta; Malay: unta; Malayalam: ഒട്ടകം; Maltese: ġemel; Manchu: ᡨᡝᠮᡝᠨ; Maranao: onta; Marathi: उंट; Marwari: ओठारू, करहलौ; Mari Eastern Mari: верблюд; Middle English: olfent, camel; Middle Persian: 𐭠𐭥𐭱𐭲𐭫; Mingrelian: არქემი; Mongolian Cyrillic: тэмээ; Mongolian: ᠲᠡᠮᠡᠭᠡ; Moore: yʋgemde; Nanai: тэмэн; Nandi: tombes; Navajo: ghą́ą́ʼaskʼidii; Nepali: ऊँट; Norman: chanmeau; Norwegian Bokmål: kamel; Nynorsk: kamel; Occitan: camèl; Odia: ଓଟ; Old Church Slavonic Cyrillic: вельбѫдъ; Old East Slavic: вельблѫдъ; Old English: olfend; Old Persian: 𐎢𐏁𐎰𐎼, 𐎢𐏁; Oromo: gaala; Ossetian: теуа; Ottoman Turkish: دوه; Pali: oṭṭha; Pashto: اوښ; Persian: شتر, اشتر; Pitjantjatjara: auru; Plautdietsch: Kameel; Polish: wielbłąd; Portuguese: camelo, camela; Punjabi: ਊਠ; Western Panjabi: اوٹھ; Rohingya: uñth; Romani: gumila; Romanian: cămilă; Romansch: chamel; Russian: верблюд; Rwanda-Rundi: ingamiya, indogoba; Saho: gaala; Sanskrit: उष्ट्र; Sardinian: camellu, cammellu; Scottish Gaelic: càmhal; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̀мила, дева; Roman: kàmila, déva; Shona: ngamera; Sicilian: jamiḍḍu; Sidamo: gaala; Sindhi: اُٺُ, ڏاچِي; Sinhalese: ඔටුවා; Slovak: ťava, dromedár; Slovene: kamela, velblod; Sogdian: ݎܘܫܬܪ; Somali: geel, awr; Sorbian Lower Sorbian: kamel, kamelka; Upper Sorbian: kamel; Southern Altai: тӧӧ; Spanish: camello, dromedario, camella; Sumerian: 𒄞𒆳𒋛𒄮𒊏𒀭; Swahili: ngamia; Swedish: kamel, dromedar; Sylheti: ꠃꠐ; Tagalog: kamelyo; Tajik: шутур, уштур; Tal: raƙumi; Tamil: ஒட்டகம்; Tarifit: arɣem; Tatar: дөя; Tausug: onta; Telugu: ఒంటె, లొట్టిపిట్ట; Thai: อูฐ, โลโต; Tibetan: རྔ་མོང, རྔ་བོང, རྔ་མོ; Tigrinya: ገመል; Tooro: engamiya, engamira; Tswana: kamela, kammêla; Tulu: ಒಂಟೆ; Turkish: deve, hecin; Turkmen: düýe; Tuvan: теве; Udi: буш; Udmurt: дуэ; Ukrainian: верблюд; Urdu: اونٹ; Uyghur: تۆگە; Uzbek: tuya; Venetan: camèło; Vietnamese: lạc đà; Volapük: jamod; Voro: kaamli; Walloon: chamo; Welsh: camel; West Frisian: kamiel; Wolof: giléem; Yakan: unta'; Yakut: тэбиэн; Yiddish: קעמל; Yoruba: ràkùnmí; Zaghawa: dî; Zazaki: deve; Zhuang: lozdoz
ady: махъушэ; af: kameel; als: altweltkamele; am: ግመል; an: camelus; arc: ܓܡܠܐ; ar: جمل; ast: camelus; as: উট; avk: cwol; av: варани; azb: دوه; az: dəvə; ba: дөйә; bcl: kamelyo; be_x_old: вярблюд; be: вярблюды; bg: камили; bi: kamel; bn: উট; bo: རྔ་མོང་།; br: camelus; bs: deva; bxr: тэмээн; ca: camell; cdo: lŏk-dò̤; ceb: camelus; ce: эмкалш; chy: pa'e'pa'onáhe; ckb: وشتر; co: camellu; crh: deve; csb: kamél; cs: velbloud; cv: тĕве; cy: camel; da: camelus; de: Altweltkamele; diq: deve; el: καμήλα; en: camel; eo: kamelo; es: camelus; et: kaamel; eu: camelus; fa: شتر; fiu_vro: kaamli; fi: kamelit; fo: kamelur; fr: camelus; fy: kamielen; gag: devä; ga: camall; gd: càmhal; gl: camelo; gn: mymba'akãndu; gom: untth; hak: lo̍k-thò; ha: raƙumi; he: גמל; hif: uuntth; hi: ऊँट; hr: deve starog svijeta; ht: chamo; hu: teve; hy: ուղտեր; hyw: ուղտեր; ia: camelos; id: unta; ik: pikukturuaq; ilo: kamelio; io: kamelo; is: úlfaldar; it: camelus; ja: ラクダ; jv: unta; kab: alɣem; ka: აქლემი; kbp: aɖaɖa; kk: түйелер; kn: ಒಂಟೆ; ko: 낙타; ku: hêştir; kw: kowrvargh; ky: төө; lad: gameo; la: camelus; lbe: варани; lez: деве; lfn: camel; lt: kupranugariai; lv: kamieļi; mhr: тӱе; mk: камила; ml: ഒട്ടകം; mn: тэмээ; mr: उंट; ms: unta; myv: дуе; my: ကုလားအုတ်; nah: cameyoh; ne: उँट; new: उंथ; nl: kamelen; nn: kamelar; no: kameler; nso: kamela; nv: ghą́ą́ʼaskʼidii; oc: camèl; os: теуа; pa: ਊਠ; pcd: camioe; pl: wielbłąd; pnb: اونٹھ; ps: اوښ; pt: camelo; qu: kamillu; rmy: odari; ro: cămilă; ru: верблюды; rw: ingamiya; sah: тэбиэн; sat: ᱩᱸᱴ; sa: उष्ट्रः; scn: camelus; sco: caumel; sd: اٺ; sh: deva; simple: camel; si: ඔටුවා; sk: ťava; sl: velblod; sn: nghamera; so: geel; sq: deveja; sr: камила; su: onta; sv: kameler; sw: ngamia; szl: kamela; ta: ஒட்டகம்; tcy: ಒಂಟೆ; te: ఒంటె; tg: шутур; th: อูฐ; tl: kamelyo; tpi: kamel; tr: deve; tt: дөя; udm: дуэ; ug: töge; uk: верблюд; ur: اونٹ; uz: tuya; vi: lạc đà; war: kamelyo; wa: chamo; wuu: 骆驼; xal: темән; xmf: არქემი; yi: קעמל; yo: ràkùnmí; zh_min_nan: lo̍k-tô; zh_yue: 駱駝; zh: 骆驼