ὁ,
A weighing-machine, steelyard, PMasp.325 ivA37 (vi A.D.), Gloss. (Lat. campana).
κάμπανος: ὁ, = στατήρ, «καντάρι», Γλωσσ.· ἴδε Δουκάγγ. (γράφεται καὶ καμπανός).
κάμπανος, ὁ (Α)βλ. καμπανός.