καμπανός

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

Greek Monolingual

ο (AM κάμπανος, Μ και καμπανός)
νεοελλ.
το πλήκτρο του κώδωνα, το γλωσσίδι
μσν.
1. βάρος
2. μήκος
3. σκίρτημα
μσν.-αρχ.
ζυγαριά, στατήρας, καντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. campana].