καλλιεργητής

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. καλλιεργήτρια
1. αυτός που καλλιεργεί κάτι, αυτός που ασχολείται συστηματικά με κάτι
2. εκείνος που ασχολείται συστηματικά με την καλλιέργεια ορισμένων προϊόντων («καλλιεργητής οπωροκηπευτικών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλιεργῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 σε βασιλικό διάταγμα].