καλλιέργεια

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

η καλλιεργώ
1. το σύνολο τών εργασιών με τις οποίες η γη εξημερώνεται και βελτιώνεται η γονιμότητά της («η καλλιέργεια του κήπου»)
2. (για επιστήμη, τέχνη κ.λπ.) η επιμελημένη ασχολία, η προσπάθεια με ζήλο («η καλλιέργεια τών γραμμάτων»)
3. η προσπάθεια ενίσχυσης πνευματικών αγαθών ή ηθικών διαθέσεων και εκδηλώσεων, αλλά και κακών ηθικών διαθέσεων (α. «η καλλιέργεια της εργατικότητας» β. «η καλλιέργεια του μίσους
4. (βιολ.-ιατρ.) μέθοδος απομόνωσης και διατήρησης ή ανάπτυξης, σε ειδικό θρεπτικό περιβάλλον, τμημάτων ζωικού ή φυτικού ιστού, κυττάρων ή μικροβίων για βιολογικούς και ιατρικούς σκοπούς
5. στον πληθ. οι καλλιέργειες
τα καλλιεργούμενα φυτά και οι εκτάσεις τις οποίες αυτά τα φυτά καταλαμβάνουν
6. φρ. α) «άνθρωπος με καλλιέργεια» — άνθρωπος με πνευματική και κοινωνική μόρφωση και με ψυχική ανωτερότητα
β) ιατρ. «καλλιέργεια ούρων» — μικροβιολογική εξέταση που γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες γεννιέται το ερώτημα αν ο ασθενής έχει ουρολοίμωξη ή όχι.