καλοπόδιον

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

τό,

   A = καλάπους, Gal.6.364 (v.l.), Suid.:—hence κᾱλοποδάριαι φόρμαι lasts, Edict.Diocl.9.1.

German (Pape)

[Seite 1313] τό, dim. von καλόπους, VLL., v. l. καλαπόδιον.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱλοπόδιον: τό, Γαλην. 6. σ. 364, ἴδε καλάπους.

Greek Monolingual

καλοπόδι(ον), τὸ (AM)
καλαπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλαπόδι].