καλόπους

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλόπους Medium diacritics: καλόπους Low diacritics: καλόπους Capitals: ΚΑΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kalópous Transliteration B: kalopous Transliteration C: kalopous Beta Code: kalo/pous

English (LSJ)

1 κᾱλόπους, ὁ, v. καλάπους.
2 κᾰλόπους, ὁ, ἡ, κᾰλόπουν, τό, gen. κᾰλόποδος, with beautiful feet, Suid.: but καλοπούς (leg. καλωπούς)· εὐοφθάλμους, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1313] ποδος, ὁ, Holzfuß, d. i. Schusterleisten, Plat. Conv. 191 a οἱ σκυτοτόμοι περὶ τὸν καλόποδα (Bekk. καλάποδα) λεαίνοντες τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας; Sp. schönfüßig, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ) :
forme en bois pour fabriquer des chaussures.
Étymologie: κᾶλον, πούς.

Russian (Dvoretsky)

κᾱλόπους: ποδος ὁ κᾶλον сапожная колодка Plat.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱλόπους: ὁ, ὡς οὐσιαστ., ἴδε ἐν λ. καλάπους.

Greek Monolingual

(I)
καλόπους, -ουν (Α)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει ωραία πόδια, εύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πολύπους, ωκύπους].
(II)
καλόπους και καλάπους, -οδος, ὁ (Α)
καλαπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς. Για τη διατήρηση της λ. σε άλλες γλώσσες βλ. λ. καλαπόδι].

Wikipedia EN

A pair of wooden lasts.

A last is a mechanical form shaped like a human foot. It is used by shoemakers and cordwainers in the manufacture and repair of shoes. Lasts typically come in pairs and have been made from various materials, including hardwoods, cast iron, and high-density plastics.

Translations

Bulgarian: калъп; Danish: læst; Dutch: leest; Finnish: lesti; French: forme; German: Leisten; Greek: καλαπόδι; Ancient Greek: καλάπους, καλόπους; Hindi: जूते बनाने का फर्म; Hungarian: kaptafa; Italian: forma; Latin: mustricula; Luxembourgish: Leescht; Persian: قالب کفش‎, خهل‎, تولبره‎; Polish: kopyto; Portuguese: forma; Romanian: formă; Russian: колодка; Scottish Gaelic: ceap; Spanish: horma; Swedish: läst

ca: formó; cs: ševcovské kopyto; cv: атă-пушмак калăпĕ; da: læst; de: Leisten; en: last; eo: ŝuformilo; es: horma; et: kingaliist; eu: orkoi; fi: lesti; fr: forme à monter; hu: kaptafa; lb: leescht; nl: leest; nn: leist; no: skomakerlest;: kopyto szewskie; ru: обувная колодка; sv: läst; uk: взуттєва колодка; zh: 鞋楦