καρανώ

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ἡ,

   A goat (Cret.), Hsch. κάραξι· στρώσω, Id. καραρύες, Scythian travelling-wagons, Id. καράς· ο ἀποσπερματισμός, Id. καραταί· κεφαλαί, Id.

Greek (Liddell-Scott)

καρανώ: «τὴν αἶγα. Κρῆτες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καρανῶ, -όω (Α) κάρανον
1. φέρνω κάτι ώς την κορυφή, ώς το τέλος, αποτελειώνω
2. παθ. καρανοῡμαι, -όομαι
κεφαλαιώνομαι, κορυφώνομαι, παίρνω τέλος.