αποτελειώνω
From LSJ
(AM ἀποτελειῶ, -όω)
1. φέρνω κάτι σε τέλος, συμπληρώνω, αποπερατώνω
2. θανατώνω
3. δέρνω ή βασανίζω κάποιον χωρίς έλεος
4. πεθαίνω
αρχ.-μσν.
οδηγώ κάποιον σε ηθική ανωτερότητα
αρχ.
1. φέρνω κάτι σε πλήρη ωριμότητα
2. παθ. γίνομαι ώριμος, τέλειος σωματικά και πνευματικά.