καρατόμηση
Greek Monolingual
η (AM καρατόμησις) καρατομώ
1. το κόψιμο του κεφαλιού, αποκεφαλισμός, λαιμοτομία
2. η καταδίκη σε αποκεφαλισμό και η εκτέλεσή της.
η (AM καρατόμησις) καρατομώ
1. το κόψιμο του κεφαλιού, αποκεφαλισμός, λαιμοτομία
2. η καταδίκη σε αποκεφαλισμό και η εκτέλεσή της.