πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(Α καρατομώ, -έω) καρατόμοςκόβω το κεφάλι κάποιου, αποκεφαλίζωνεοελλ.(νομ.) εκτελώ θανατική ποινή με αποκεφαλισμό.