καρατομώ

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

καρατομώ, -έω) καρατόμος
κόβω το κεφάλι κάποιου, αποκεφαλίζω
νεοελλ.
(νομ.) εκτελώ θανατική ποινή με αποκεφαλισμό.