καρατομώ

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

καρατομώ, -έω) καρατόμος
κόβω το κεφάλι κάποιου, αποκεφαλίζω
νεοελλ.
(νομ.) εκτελώ θανατική ποινή με αποκεφαλισμό.