καρφηρός
English (LSJ)
ά, όν, (κάρφος)
A of dry straw, εὐναῖαι καρφηραί nests, E.Ion172:—misquoted as καρφυραί, Hsch.; cf. καρπυραί.
German (Pape)
[Seite 1331] von dürren Aehren, Halmen; εὐναίας καρφηρὰς θήσων Eur. Ion 173, wo Hesych. καρφυράς las u. αἱ ἐκ τῶν ξηρῶν ξύλων γενόμεναι κοῖται erkl.
Greek (Liddell-Scott)
καρφηρός: -ά, -όν, (κάρφος) ἐκ ξηρῶν καρφῶν, εὐναῖαι καρφηραί, φωλεαὶ (πρβλ. καρφίτης), Εὐρ. Ἴων 172· ὁ Ἡσύχ. ἔχει: καρφυραὶ (ὡς οὐσιαστ.) καὶ ἑρμηνεύει: «νοσσιαί. θάμνοι», καὶ «καρφυραί· αἱ ἐκ ξηρῶν ξύλων γινόμεναι κοῖται. Εὐριπ. Ἴωνι».
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
fait de brins de paille, fait de menus morceaux de bois sec (nid).
Étymologie: κάρφος.
Greek Monolingual
καρφηρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από άχυρα («εὐναῑαι καρφυραί» — οι φωλιές, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος, τὸ + κατάλ. -ηρός].