καταδουλίζω

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

= foreg., IG9(1).119 (Elatea):— but usu. Med.,

   A -ίζομαι GDI1701.7, al. (Delph.): aor. καταδουλίξασθαι IG9(1).42 (Stiris).

Greek Monolingual

καταδουλίζω (Α)
καταδουλεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καταδουλῶ κατά τα ρ. σε -ίζω].