καταδουλίζω

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδουλίζω Medium diacritics: καταδουλίζω Low diacritics: καταδουλίζω Capitals: ΚΑΤΑΔΟΥΛΙΖΩ
Transliteration A: katadoulízō Transliteration B: katadoulizō Transliteration C: katadoulizo Beta Code: katadouli/zw

English (LSJ)

= καταδουλεύομαι (reduce to slavery), IG 9(1).119 (Elatea) ; — but usually Med., -ίζομαι GDI 1701.7, al. (Delph.) ; aor. καταδουλίξασθαι IG 9(1).42 (Stiris).

Greek Monolingual

καταδουλίζω (Α)
καταδουλεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καταδουλῶ κατά τα ρ. σε -ίζω].