κατάκρουσις

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A downward pressure, Arist.Pr.874b12, 963b9.    II shock, λαμβάνειν κ. ἐκ πληγῆς Ph.Bel.80.6.

German (Pape)

[Seite 1357] ἡ, das Herab-, Zurückstoßen, der Stoß, Arist. Probl. 3, 25 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκρουσις: -εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ κάτω κροῦσις, ὤθησις ἰσχυρά, Ἀριστ. Προβλ. 3. 25, 1., 33. 17. ΙΙ. σεῖσις, τὸ σείεσθαι, Φίλων Βελοπ.

Greek Monolingual

κατάκρουσις, ἡ (Α)
κατακρούω
1. ώθηση από πάνω προς τα κάτω
2. το τίναγμα.