ἡ,
A gloss on δρυφή, Hsch.
καταξυσμή: ἡ, κατάξυσις, ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «δρυφή, ἀμυχή».
καταξυσμή, ἡ (Α) καταξύωκατάξυσις.