καταπεφρονημένως

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

German (Pape)

[Seite 1369] verachtet, Sp.

Greek Monolingual

καταπεφρονημένως (Α)
επίρρ. με καταφρόνηση, περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεφρονημένος (μτχ. παρακμ. του καταφρονοῦμαι)].