καταφρόνηση

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

και καταφρόνεση, ἡ (AM καταφρόνησις, Μ και καταφρόνεσις) καταφρονώ
1. περιφρόνηση, ηθική μείωση, προσβολή, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι
2. ταπείνωση, εξευτελισμός
νεοελλ.-μσν.
1. ασέβεια
2. θράσος
αρχ.
1. αυτοπεποίθηση, συναίσθηση υπεροχής έναντι άλλου
2. πάπ. αμέλεια
3. φρ. «Περὶ ἀλόγου καταφρονήσεως» — τίτλος έργου του Πολυστράτου.

Translations

contempt

Arabic: ⁧اِحْتِقَار⁩, ⁧اِزْدِرَاء⁩; Belarusian: пагарда; Bulgarian: презрение, пренебрежение; Catalan: menyspreu; Chinese Mandarin: 鄙夷, 鄙薄, 鄙視/鄙视, 輕視/轻视; Czech: opovržení, despekt, pohrdání, přezírání; Danish: foragt; Dutch: verachting, minachting; Finnish: halveksunta, halveksinta, ylenkatse; French: mépris; Galician: desprezo; German: Verachtung; Greek: περιφρόνηση, καταφρόνηση; Ancient Greek: ἀδοξία, ἀδοξίη, ἀλογία, ἀλογίη, ἀπαξίωσις, ἀπόλειψις, ἐξουδενισμός, ἐξουδένωμα, ἐξουδένωσις, ἐξουθένησις, καταφρόνημα, καταφρόνησις, ὀλιγωρία, ὀλιγωρίη, περίνοια, περιφρόνησις, περιφροσύνη, τὸ καταφρονοῦν, ὑπερηφανία, ὑπερόρασις, ὑπεροψία, ὑπερφρόνησις, φαύλισμα; Hebrew: ⁧בוז⁩; Hungarian: megvetés; Icelandic: fyrirlitning; Irish: dímheas, tarcaisne; Italian: disprezzo; Japanese: 軽蔑, 軽侮, 侮蔑; Korean: 경멸; Latin: contemptus, despectio, fastus; Macedonian: презир; Malayalam: പുച്‌ഛം; Old English: forsewennes; Persian: ⁧تحقیر⁩; Plautdietsch: Ve'achtunk; Polish: pogarda, lekceważenie; Portuguese: desprezo, desdém, contempto; Romanian: dispreț; Russian: презрение, пренебрежение; Serbo-Croatian Roman: nadmenost, nadutost, prezrivost, prezir; Spanish: desprecio, desdén; Swedish: missnöje, misshag, förakt, avsmak; Turkish: küçümsemek; Ukrainian: презирство, нехтування; Volapük: nestüm; Yiddish: ⁧פֿאַראַכטונג