καταπόρνευσις

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A prostitution, θυγατέρων παρθένων Plu.Tim. 13 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1372] ἡ, das Verhuren, θυγατέρων παρθένων Plut. Timol. 13.

Greek (Liddell-Scott)

καταπόρνευσις: -εως, ἡ, τὸ μεταχειρίζεσθαι ὡς πόρνην, ἀτιμάζειν, παρθένων Πλουτ. Τιμολ. 13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
prostitution.
Étymologie: καταπορνεύω.

Greek Monolingual

καταπόρνευσις, ἡ (Α) καταπορνεύω
εκπόρνευση, προαγωγεία.