εκπόρνευση

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

η
1. παρακίνηση σε πορνεία
2. πτώση, υποβιβασμός σε κατάσταση ανάλογη με της πορνείας («εκπόρνευση τών ιδανικών, του λειτουργήματος κ.λπ.»).