καταπτώσσω

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

   A = καταπτήσσω, τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε; Il. 4.340, al.; of dogs, Gp.19.2.11.

German (Pape)

[Seite 1373] sich niederducken, fürchten, Il. 4, 224. 340. 5, 476; Geop.

Greek (Liddell-Scott)

καταπτώσσω: «ζαρώνω», χαμηλώνω, ὡς τὸ καταπτήσσω, τίπτε καταπτώσαντες ἀφέστατε; Ἰλ. Δ. 340, πρβλ. 224· κ. κύνες ὣς ἀμφὶ λέοντα Ε. 254, 476· «καταπτώσει· φοβεῖται, δειλιᾷ, ταπεινοῦται» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
καταπτήσσω.
Étymologie: κατά, πτώσσω.

English (Autenrieth)

καταπτήσσω (Il.)

Greek Monolingual

καταπτώσσω (AM)
βλ. καταπτήσσω.