καταπτώσσω
English (LSJ)
A = καταπτήσσω, τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε; Il. 4.340, al.; of dogs, Gp.19.2.11.
German (Pape)
[Seite 1373] sich niederducken, fürchten, Il. 4, 224. 340. 5, 476; Geop.
Greek (Liddell-Scott)
καταπτώσσω: «ζαρώνω», χαμηλώνω, ὡς τὸ καταπτήσσω, τίπτε καταπτώσαντες ἀφέστατε; Ἰλ. Δ. 340, πρβλ. 224· κ. κύνες ὣς ἀμφὶ λέοντα Ε. 254, 476· «καταπτώσει· φοβεῖται, δειλιᾷ, ταπεινοῦται» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. καταπτήσσω.
Étymologie: κατά, πτώσσω.
English (Autenrieth)
καταπτήσσω (Il.)
Greek Monolingual
καταπτώσσω (AM)
βλ. καταπτήσσω.