καταπρανής

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ές, Att. for

   A καταπρηνής, πρόσχωσις J.AJ4.8.5, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1372] ές, = καταπρηνής, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

καταπρᾱνής: -ές, Δωρ. ἀντὶ τοῦ καταπρηνής, Ἡσύχ.― Ἐπίρρ. -νῶς, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

καταπρανής, -ές (Α)
μτγν. αττ. τ. του καταπρηνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πρανής «στραμμένος προς τα κάτω»].