καταπρηνής
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
English (LSJ)
καταπρηνές, down-turned, opp. ὕπτιος, in Hom. always of the hand as used in striking or grasping, πλῆξεν… Χειρὶ καταπρηνεῖ with the flat of his hand, Il.16.792, cf. Od.13.164; πεπλήγετο μηρὼ Χερσὶ καταπρηνέσσι Il.15.114; Χείρεσσι κ. λαβοῦσα Od.19.467; ἐς τὸ κ. ῥέποντα Hp.Fract.40. (Ion. for καταπρανής, q.v.)
German (Pape)
[Seite 1372] ές, nach vorn niedergesenkt; bei Hom. Beiwort von χείρ, die flache, gesenkte Hand, mit der man zum Schlage ansholt, χειρὶ καταπρῃνεῖ ἐλάσας Od. 13, 164, πεπλήγετο μηρὼ χερσὶ καταπρηνέσσι Il. 15, 114. 398, vgl. 16, 792; flach daran, darauf gelegt, Od. 19, 467. – Die dor. Form καταπρανής hat Hesych., so wie Sp. das adv. καταπρανῶς.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
penché en avant ; couché à plat : χείρ IL, OD le plat de la main.
Étymologie: κατά, πρηνής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πρηνής -ές neerwaarts gekeerd:. χειρὶ καταπρηνεῖ met vlakke hand Od. 13.164; ἐς τὸ κ. naar beneden Hp. Fract. 40.
Russian (Dvoretsky)
καταπρηνής: наклоненный или обращенный вниз: χεὶρ κ. Hom. рука, обращенная вниз ладонью или ладонь.
Greek (Liddell-Scott)
καταπρηνής: -ές, πρηνής, πρὸς τὰ κάτω ἐστραμμένος, ἐναντίον τοῦ ὕπτιος, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς χειρός, ὡς μεταχειρίζεταί τις αὐτὴν πλήττων ἢ λαμβάνων δραττόμενος, πλῆξεν… χειρὶ καταπρηνεῖ, μὲ τὴν παλάμην, Ἰλ. ΙΙ. 792, πρβλ. Ὀδ. Ν. 164∙ πεπλήγετο μηρὼ χερσὶ καταπρηνέσσι Ἰλ. Ο. 114∙ χείρεσσι καταπρηνέσσι λαβοῦσα Ὀδ. Τ. 467, πρβλ. Ν. 199∙ ἐς τὸ κ. ῥέποντα Ἱππ. Ἀγμ. 776∙ «καταπρηνές∙ κατὰ πρόσωπον. ἐπὶ στόμα. κατωφερὲς» καὶ «καταπρηνής. κατωφερὴς» Ἡσύχ., πρβλ. καταπρανής.
English (Autenrieth)
ές: ‘down-turned forward,’ only w. χείρ, the flat of the hand.
Greek Monolingual
καταπρηνής, -ές (Α)
1. (στον Όμ. πάντοτε για το χέρι, όπως το μεταχειριζόμαστε, με την παλάμη, για να χτυπήσουμε ή να πιάσουμε κάτι) στραμμένος προς τα κάτω, πρηνής
2. (κατά τον Ησύχ.) «καταπρηνής
κατωφερής» και «καταπρηνές
κατά πρόσωπον, ἐπὶ στόμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πρηνής «στραμμένος προς τα κάτω»].
Greek Monotonic
καταπρηνής: -ές, στραμμένος προς τα κάτω, λέγεται για το χέρι όταν χρησιμοποιείται για να χτυπά ή να πιάνει, χειρὶ καταπρηνεῖ, με την παλάμη του χεριού του, σε Ομήρ. Ιλ.· χείρεσσι καταπρήνεσσι, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
κατα-πρηνής, ές
down-turned, of the hand as used in striking or grasping, χειρὶ καταπρηνεῖ with the flat of his hand, Il.; χείρεσσι καταπρηνέσσι Od.