(Μ κατασυντρίβω)1. συντρίβω κάτι εντελώς, μεταβάλλω σε συντρίμμια, κάνω θρύψαλα2. μτφ. α) κατανικώ, εξοντώνω, εξολοθρεύωβ) χτυπώ κάποιον κατάκαρδα, σπαράζω την καρδιά κάποιου, προξενώ μεγάλη ψυχική οδύνη.