εξολοθρεύω

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξολοθρεύω)
1. προκαλώ όλεθρο, καταστρέφω τελείως
2. εξοντώνω, θανατώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ολοθρεύω (< ολεθρεύω με αφομοίωση < όλεθρος < όλλυμι)].