κατάστεγνος

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ον,

   A close-covered, MyiaEp.4.

German (Pape)

[Seite 1381] dicht bedeckt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάστεγνος: -ον, κατακεκαλυμμένος, οἴκησις Μυῖα Ἐπιστ. σ. 63, ἀντίθ. περιπεπνευσμένα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάστεγνος, -ον)
νεοελλ.
τελείως στεγνός, ολόστεγνος, ξερός («κατάστεγνα ρούχα»)
αρχ.
αυτός που έχει καλυφθεί τελείως, εντελώς σκεπασμένος.