ξερός

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

German (Pape)

[Seite 278] ion. u. ep. = ξηρός, trocken; ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, Od. 5, 402, d. i. gegen das trockene Festland; einzeln bei sp. D., wie Phani. 7 (VI, 304), ποτὶ ξερὸν ἐλθέ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sec : ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο OD vers la terre ferme.
Étymologie: ion. et épq., c. ξηρός.

Russian (Dvoretsky)

ξερός: эп.-ион. (= ξηρός) сухой: только в выраж. ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο Hom. и ποτὶ ξερόν Anth. на сухой берег, на сушу.

Greek (Liddell-Scott)

ξερός: -ά, -όν, Ἰων. ἀντὶ ξηρός, Ὅμ., μόνον ἅπαξ, ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, ἀντί, πρὸς ξερὰν ἤπειρον (ὡς, ἐπὶ δεξιὰ χειρός, ἀντί, ἐπὶ δεξιὰν χεῖρα), Ὀδ. Ε. 402· οὕτω, ποτὶ ξερὸν ἐλθὲ Ἀνθ. Π. 6. 304, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ΄, 322· ἐπὶ ξερὸν Νικ. Θηρ. 704. (Συγγενὲς τῷ σχερός, χέρσος, Spitzn. Vers. Her. σ. 47).

English (Autenrieth)

dry; ξερὸν ἠπείροιο, ‘dry land,’ Od. 5.402†.

Greek Monolingual

-ή, -ό
βλ. ξηρός.

Greek Monotonic

ξερός: -ά, -όν, Ιων. αντί ξηρός, ξερός, στεγνός, τραχύς· ποτὶ ξερόν, στη χέρσα γη, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.

Middle Liddell

ξερός, ή, όν [ionic for ξηρός
dry, ποτὶ ξερόν to the dry land, Od., Anth.