κατεμπάζω

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

   A = καταλαμβάνω, ὁπόταν χρειώ σε -εμπάζῃ Nic.Th.695.

German (Pape)

[Seite 1395] = simpl., Nic. Ther. 695, vom Schol. καταλαμβάνω erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κατεμπάζω: καταλαμβάνω, κατεπείγω, Νικ. Θ. 695.

Greek Monolingual

κατεμπάζω (Α)
καταλαμβάνωὁπόταν χρειώ σε κατεμπάζῃ», Νίκ.).