κατερυκτικός

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ή, όν,

   A restraining, inhibiting, PMag. Lond.121.450.

Greek Monolingual

κατερυκτικός, -ή, -όν (Α) κατερύκω
πάπ. αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, ανασχετικός.