κατερυκτικός

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερῡκτικός Medium diacritics: κατερυκτικός Low diacritics: κατερυκτικός Capitals: ΚΑΤΕΡΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kateryktikós Transliteration B: kateryktikos Transliteration C: kateryktikos Beta Code: kateruktiko/s

English (LSJ)

κατερυκτική, κατερυκτικόν, restraining, inhibiting, PMag. Lond.121.450.

Greek Monolingual

κατερυκτικός, -ή, -όν (Α) κατερύκω
πάπ. αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, ανασχετικός.