κατορθωτός

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -όν κατορθώ
1. αυτός που μπορεί να κατορθωθεί, πραγματοποιήσιμος, εφικτός («αυτά που λες δεν είναι κατορθωτά»)
2. το ουδ. ως ουσ. το κατορθωτό
η δυνατότητα της επίτευξης ενός έργου («δώσατέ με την άδειαν ν' αμφιβάλλω περί του κατορθωτού», Καλλιγ.).