καύστης

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ου, Dor. -τας, ὁ,

   A one that burns, τινος Dosiad.Ara11; νεκρῶν Gloss.; one that smelts, Ptol. Tetr.179; stoker, BGU952.5 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1408] ὁ, = καυστήρ, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

καύστης: -ου, ὁ, ὁ καίων, φλέγων, χωνευτάς, καύστας, χαλκέας, μεταλλευτὰς Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 250· καύστης νεκρῶν Γλωσσ.

Greek Monolingual

καύστης, δωρ. τ. καύστας, ό (ΑΜ) καίω
1. αυτός που φλέγει, που καίει
2. αυτός που τήκει, που λειώνει κάτι («χωνευτάς, καύστας, χαλκέας, μεταλλευτάς», Πρόκλ.)
3. θερμαστής καμινιού, καμινοκαύστης.