καύστης

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καύστης Medium diacritics: καύστης Low diacritics: καύστης Capitals: ΚΑΥΣΤΗΣ
Transliteration A: kaústēs Transliteration B: kaustēs Transliteration C: kaystis Beta Code: kau/sths

English (LSJ)

καύστου, Dor. καύστας, ὁ, one that burns, τινος Dosiad.Ara11; νεκρῶν Glossaria; one that smelts, Ptol. Tetr.179; stoker, BGU952.5 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1408] ὁ, = καυστήρ, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

καύστης: -ου, ὁ, ὁ καίων, φλέγων, χωνευτάς, καύστας, χαλκέας, μεταλλευτὰς Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 250· καύστης νεκρῶν Γλωσσ.

Greek Monolingual

καύστης, δωρ. τ. καύστας, ό (ΑΜ) καίω
1. αυτός που φλέγει, που καίει
2. αυτός που τήκει, που λειώνει κάτι («χωνευτάς, καύστας, χαλκέας, μεταλλευτάς», Πρόκλ.)
3. θερμαστής καμινιού, καμινοκαύστης.