κάτωθι
Greek Monolingual
επίρρ. κατωτέρω, πιο κάτω («ο κάτωθι υπογεγραμμένος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -θι, επιρρμ. κατάλ. δηλωτική του τόπου].
επίρρ. κατωτέρω, πιο κάτω («ο κάτωθι υπογεγραμμένος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -θι, επιρρμ. κατάλ. δηλωτική του τόπου].