κατωτέρω
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
French (Bailly abrégé)
v. κάτω.
Greek Monolingual
επίρρ. βλ. κατώτερος.
Chinese
原文音譯:k£tw 卡拖
詞類次數:副詞(11)
原文字根:向下 相當於: (מִתְחָה / תַּחַת) (אֶרֶץ)+ (מִתְחָה / תַּחַת)
字義溯源:向下地,下,下去,下頭,下邊,以裏的,以內的;源自(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下)
同源字:1) (κάτω / κατωτέρω)向下地,下 2) (κατώτερος)較低的 3) (ὑποκάτω)在底下
出現次數:總共(11);太(3);可(2);路(1);約(3);徒(2)
譯字彙編:
1) 下(5) 太27:51; 可15:38; 約8:6; 約8:8; 徒2:19;
2) 下去(3) 太4:6; 路4:9; 徒20:9;
3) 下頭的(1) 約8:23;
4) 以內的(1) 太2:16;
5) 下邊(1) 可14:66
English (Woodhouse)
German (Pape)
s. κάτω.