κεραμύλλιον

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

τό, Dim. of κεράμιον,

   A jar, IG11(2).161 C101 (Delos, iii B.C.), PCair.Zen.12.35 (iii B.C.), Inscr.Délos 442B179 (ii B.C.), Aq.Is.63.3.

Greek (Liddell-Scott)

κεραμύλλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κέραμος, BCH VI. 48.

Greek Monolingual

κεραμύλλιον, τὸ (Α)
μικρό κεραμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + υποκορ. κατάλ. -ύλλιον, πρβλ. ανθ-ύλλιον, ζω-ύλλιον].