Κερκυραίος
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ Κερκυραῑος, -αῑα, -ον, Α αρσ. και Κέρκυρ, -υρος) Κέρκυρα
ο κάτοικος της Κέρκυρας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν
αρχ.
φρ. «Κερκυραία μάστιξ» — φοβερό βασανιστήριο όργανο, είδος μαστιγίου που αποτελούνταν από πολλές λωρίδες.