ωνος, ὁ, = Lat.
A centurio, OGI196 (Philae):—also κεντουρίων, Lyd.Mag.1.9; κεντυρίων, Ev.Marc.15.39.
κεντορίων: -ωνος, ὁ, τὸ Λατ. centurio, Συλλ. Ἐπιγρ. 4932.
κεντορίων, ὁ (Α)επιγρ. βλ. κεντυρίων.