κιβωτοειδής

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ές,

   A like a chest, Hsch. s.v. θίβη.

German (Pape)

[Seite 1436] ές, kasten-, kistenähnlich, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κῑβωτοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κιβώτιον, Ἡσύχ. ἐν λέξ. θίβη.

Greek Monolingual

κιβωτοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα κιβωτού, όμοιος με κιβώτιο ή κιβωτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + -ειδής (< είδος)].