κίγκασος
English (LSJ)
ὁ, name of a throw at dice, Hsch.; cf. κίκκασος.
Greek (Liddell-Scott)
κίγκασος: «κυβευτικός τις βόλος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κίγκασος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κυβευτικός τις βόλος», δηλ. είδος ριξίματος του ζαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τελείως αβέβαιη η σύνδεση του με το κίγκλος.