τό, Dim. of κέρκος, Aq., Sm., Thd.Le.7.3.
κέρκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κέρκος, Συμμ. Παλ. Διαθ.
κέρκιον, τὸ (Α)υποκορ. του κέρκος.