κέρκος
English (LSJ)
ἡ,
A tail of a beast (not a bird), e.g. swine, Ar.Ach.785; dog, κέρκῳ σαίνειν Id.Eq.1031; κ. λαγῶ a hare's scut, ib.909; horse, Pl.Phdr.254d, Plu.Sert.16; of all sorts of beasts, Arist.PA689b2, al.; of fishes, Id.HA565b29; ἡ κ. ποιεῖ καλῶς, of omens in sacrificing, Ar.Pax1054, cf. Sch. ad loc., Eub.130.
2 membrum virile, Ar.Th.239; ἡ ἀνώνυμος κ. Herod.5.45; of an animal, κ. βοός, used as a tawse, Id.3.68.
II handle, Luc.Lex.7.
III small animal that injures the vine, Hsch.
2 = ἀλεκτρυών, Id.
IV tongue of flame, Sch.E.Ph.1257.
German (Pape)
[Seite 1424] ἡ, der Schwanz der Tiere, Arist. part. anim. 4, 10, bes. der vierfüßigen Tiere (s. οὐρά), ibd. 13; vgl. B. A. 103; λαγώ, Ar. Equ. 906; vom Schweine, Ach. 750; κέρκῳ σαίνειν Equ. 1026; ἐκτείνας τὴν κέρκον Plat. Phaedr. 254 d; ἵππου, Plut. Sertor. 16; – das männliche Glied, Ar. Thesm. 239. – Übh. Etwas zum Anfassen, die Handhabe, Luc. Lexiph. 7; von der Spitze der Flamme, Schol. Eur. Phoen. 1263. – Nach Hesych. auch ein Tier, welches den Weinstöcken schädlich ist.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 queue des animaux;
2 anse;
3 synonyme de πόσθη.
Étymologie: DELG étym. inconnue ; sens originel « bâton, verge », cf. sens 3.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέρκος -ου, ἡ staart:. ἡ κέρκος ποιεῖ καλῶς; is de staart goed? Aristoph. Pax 1054 (van offerdieren). handvat:. εὐλαβῆ ἔχων τὴν κέρκον met een handig handvat Luc. 46.7. seks. penis:. τὴν κέρκον φυλάττου νῦν ἄκραν let nu op de top van je penis Aristoph. Th. 239.
Russian (Dvoretsky)
κέρκος: ἡ
1 хвост (в отличие от οὐρά, преимущ. у млекопитающих) (ἵππου Plat.; λαγώ Arph.): κέρκῳ σαίνειν Arph. вилять хвостом;
2 membrum virile Arph.;
3 рукоятка, ручка (εὐλαβής Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
κέρκος: ἡ, ἡ οὐρὰ ζῴου (τὸ οὐρά, ὡς γενικὸν ὄνομα λέγεται καὶ ἐπὶ πτηνῶν, κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 14. 13, 30, Α. Β. 1037)· ἐπὶ χοίρων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 785· ἐπὶ κυνός, κέρκῳ σαίνειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1031· κ. λαγώ, οὐρὰ λαγῳοῦ, αὐτόθι 909· ἐπὶ ἵππου, Πλάτ. Φαῖδρ. 254D, Πλουτ. Σερτώρ. 16· ἐπὶ παντὸς ζῴου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 52, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἰχθύων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6.10, 17, κ. ἀλλ.· πρβλ. κερκοφόρος· ― οἰωνίσματα ἐλαμβάνοντο ἐκ τῆς κέρκου· τοῦ θύματος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1054, ἴδε Σχολ. καὶ πρβλ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 18· ― ἴδε οὐραία. 2) membrum virile, τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Λατ. cauda, Ἀριστοφ. Θεσμ. 239. ΙΙ. λαβή, Λουκ. Λεξιφ. 7. ΙΙΙ. μικρὸν ζῳΰφιον βλάπτον τὰς ἀμπέλους, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ κέρκος)
η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῦ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό του επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα
2. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας χρυσομελίδες
αρχ.
1. (σε θυσίες) οιωνοί που λαμβάνονταν από την ουρά του θύματος («ἡ κέρκος ποιεῖ καλῶς», Αριστοφ.)
2. το ανδρικό μόριο
3. μόριο ζώου, κυρίως του βοδιού
4. η λαβή («ποτήριον εὐλαβῆ ἔχουσα τὴν κέρκον», Λουκιαν.)
5. ζωύφιο επιβλαβές στα αμπέλια
6. (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτριών»
7. γλώσσα της φωτιάς, φλόγα σε σχήμα γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. του προφορικού λόγου της Αρχαίας Ελληνικής, της οποίας η αρχική σημ. θα πρέπει να ήταν «ραβδί». Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις που κατά καιρούς έχουν προταθεί με το κρέκω, με το κέρας ή με το μσν. ιρλδ. corc «προβιά» δεν τεκμηριώνονται πειστικά.
ΠΑΡ. κερκίς, κερκέτης (;)
αρχ.
κέρκα, κέρκαξ, κέρκιον, κερκίων, κέρκνος, κέρκωσις.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κέρκουρος, κερκοφόρος
αρχ.
κερκούριον, κερκουρίτης, κερκώπειος, κερκώπη, κερκωπία
αρχ.-μσν.
κερκωπίζω, κέρκωψ
νεοελλ.
κερκοειδής, κερκόπους. (Β' συνθετικό) άκερκος, δίκερκος
αρχ.
δασύκερκος, καρόκερκος, κολοβόκερκος, λευκόκερκος, ξυλόκερκος, μακρύκερκος, πλατύκερκος
νεοελλ.
κυστίκερκος].
Greek Monotonic
κέρκος: ἡ, ουρά ζώου, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: tail of an animal (Com., Pl. Phdr. 254d, Arist.), membrum virile (Ar., Herod.).
Compounds: Compp. e. g. κερκο-φόρος with a tail, ἄ-κερκος tailless (Arist.); on κέρκουρος and κέρκωψ s. v.
Derivatives: The diminutives κερκίς (s. v.) and κερκίον (Aq., Sm., Thd.); also the animal's names κέρκα ἀκρίς H.(s.v.), κερκώπη name of a cicada (Ar.; Strömberg Wortstudien 16; cf. on Κέρκωπες), prob. also κέρκαξ ἱέραξ H. and (with unclear, perhaps corrupt ending) κέρκνος ἱέραξ, η ἀλεκτρυών H. (after the long or characteristic tail; κέρκος itself is glossed by H. a. o. with ἀλεκτρυών; cf. however also on κρέξ); - κέρκωσις tail-like growth (medic.); κερκέτης τὸ μικρὸν πηδάλιον H. (Paus. Gr. Fr. 118).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As opposed to οὑρά κέρκος, perhaps prop. stave, rod (s. on κερκίς), seems to come from the lowly language. Origin unknown. Doubtful hypotheses (to κρέκω?, κρίκος, κίρκος?, MIr. corc covering with hair, from *κερ-κρ-ος dissimil.?) are given by Bq (with Add. et Corr.). Rather Pre-Greek.
Middle Liddell
κέρκος, ἡ,
the tail of a beast, Ar., Plat., etc.
Frisk Etymology German
κέρκος: {kérkos}
Grammar: f. (nach οὐρά?)
Meaning: Schwanz eines Tieres (Kom., Pl. Phdr. 254d, Arist. usw.), membrum virile (Ar., Herod.).
Composita: Kompp. z. B. κερκοφόρος schwanztragend, ἄκερκος schwanzlos (Arist.); zu κέρκουρος und κέρκωψ s. bes.
Derivative: Davon die Deminutiva κερκίς (s. d.) und κερκίον (Aq., Sm., Thd.); außerdem die Tiernamen κέρκα· ἀκρίς H., κερκώπη N. einer Zikade (Ar. usw.; Strömberg Wortstudien 16; vgl. zu Κέρκωπες), wohl auch κέρκαξ· ἱέραξ H. und (mit unklarem, vielleicht verderbtem Ausgang) κέρκνος· ἱέραξ, ἢ ἀλεκτρυών H. (nach dem langen oder charakteristischen Schwanz; auch κέρκος wird von H. u. a. mit ἀλεκτρυών glossiert; vgl. indessen auch zu κρέξ); — κέρκωσις schwanzartiger Auswuchs (Mediz. u. a.; nach καρκίνωσις u. a. wie von *κερκόομαι); κερκέτης· τὸ μικρὸν πηδάλιον H. (Paus. Gr. Fr. 118).
Etymology: Im Gegensatz zu οὐρά scheint κέρκος, eig. wohl Stab, Rute (s. zu κερκίς), aus der niedrigen Sprache zu stammen. Ursprung sonst unbekannt; einige ganz fragliche Hypothesen (zu κρέκω?, κρίκος, κίρκος?, mir. corc Haarbekleidung?, κέρας?, aus *κερκρος dissimiliert?) werden bei Bq (mit Add. et Corr.) notiert.
Page 1,830-831