εως, ἡ,
A = κίσσα 11, Gal.19.455.
κίσσησις, απ. τ. κίττησις, ἡ (Α) [[[κισσώ]] (Ι)]1. η ιδιομορφία της όρεξης τών εγκύων, κίσσα2. μτφ. σύλληψη, γέννηση («ποῡ ἡ κίσσησις τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.).