κίσσησις

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A = κίσσα 11, Gal.19.455.

Greek Monolingual

κίσσησις, απ. τ. κίττησις, ἡ (Α) [[[κισσώ]] (Ι)]
1. η ιδιομορφία της όρεξης τών εγκύων, κίσσα
2. μτφ. σύλληψη, γέννηση («ποῡ ἡ κίσσησις τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.).