κιάλι

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
συν. στον πληθ. τα κιάλια
1. τηλεσκόπιο, διόπτρα και ειδικότερα οι στρατιωτικές ή ναυτικές διόπτρες
2. φρ. «ούτε με κιάλια δεν θα το δεις...» — δεν πρόκειται να πετύχεις τον σκοπό σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. occhiali, πληθ. του occhiale «οπτικός»].