δεις

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

Greek Monolingual

δείς (δεινός), δεν (AM)
κάποιος, ο δείνα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δεν
το σώμα («μὴ μᾶλλον τὸ δὲν εἶναι ἤ τὸ μηδὲν» Δημόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στη γενική δενός σ' ένα δυσνόητο χωρίο του Αλκαίου «καἰ κ' οὔδεν ἐκ δενὸς γένοιτο» όπου ερμηνεύεται ως «τίποτε» ή «κάτι». Ενώ το ουδ. δεν μαρτυρείται στον Δημόκριτο και ερμηνεύεται ως «σώμα», αντιτιθέμενο στο κενόν. Έχει υποτεθεί ότι ο τ. δεις ή δεν αποσπάστηκε από τα ουδείς ή ουδέν, αντίστοιχα].