κινναβάριον
English (LSJ)
τό, name of an
A eye-salve, Gal.12.786.
Greek Monolingual
κινναβάριον, το (Α) κιννάβαρι
ονομασία αλοιφής για τα μάτια.
τό, name of an
A eye-salve, Gal.12.786.
κινναβάριον, το (Α) κιννάβαρι
ονομασία αλοιφής για τα μάτια.