κισσοκόρυμβος

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ὁ,

   A ivy-cluster, Hippiatr.77.

German (Pape)

[Seite 1442] ὁ, der traubenförmige Fruchtbüschel des Epheu, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοκόρυμβος: -ον, βλάστημα κισσοῦ, Ἱππιατρ. 208.

Greek Monolingual

κισσοκόρυμβος, -ον (Α)
το αρσ. ως ουσ. κισσοκόρυμβος
πυκνό κλαδί κισσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + κόρυμβος «κορυφή»].