κισσός

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσός Medium diacritics: κισσός Low diacritics: κισσός Capitals: ΚΙΣΣΟΣ
Transliteration A: kissós Transliteration B: kissos Transliteration C: kissos Beta Code: kisso/s

English (LSJ)

Att. κιττός, ὁ,
A ivy, Hedera helix, of three kinds, two climbing (μέλας and λευκός), and one creeping (also called ἕλιξ), Thphr. HP 3.18.6, cf. Dsc.2.179, h.Bacch.40; ἀτενής S.Ant.826 (lyr.); κισσοῦ στέφανος OGl49.7 (Egypt, iii B.C.); sacred to Dionysus, κισσῷ… στεφανωθεὶς Διόνυσον θεραπεύει E.Ba.81 (lyr.); κύκλῳ δὲ περί σε κ. εὐπέταλος ἕλικι θάλλει Ar.Th.999: hence οἴνωψ (or οἰνωπός) S.OC674 (lyr.).
II = κιρσός (Achaean), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1443] ὁ, art. κιττός, Epheu, Hom. u. Folgde; es werden zwei aufwärts rankende Arten desselben angeführt, μέλας, H. h. 6, 40, u. λευκός, wie eine niedrig auf dem Boden hinringelnde, ἕλιξ, Theophr.; Plut. Symp. 3, 2. Er war bes. dem Dionysus heilig, der selbst, wie die Bacchanten u. die tragischen u. dithyrambischen Dichter, mit ihm bekränzt erscheint; vgl. Eur. Bacch. 81; Chaerem. bei Ath. XIII, 608 b; Ar. Thesm. 999; Plat. Conv. 212 e.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lierre.
Étymologie: DELG n. de plante, sans étym.

Russian (Dvoretsky)

κισσός: атт. κιττόςплющ (HH etc.; κισσῷ στεφανωθείς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κισσός: Ἀττ. κιττός, ὁ, Λατ. hedera, τριῶν εἰδῶν, ὧν τὰ δύο ἀναρριχητικὰ (μέλας καὶ λευκός), καὶ ἓν ἕρπον (καλούμενον καὶ ἕλιξ), Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6, Διοσκ. 2. 210, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. 6. 40· ἀτενὴς Σοφ. Ἀντ. 829· ― ὁ καρπὸς σχηματίζει βότρυν, ὅστις καλεῖται κόρυμβος· ― ἦν δὲ ἱερὸς τοῦ Βάκχου καὶ δι’ αὐτὸ ἔφερον αὐτὸν οἱ βακχεύοντες, κισσῷ... στεφανωθεὶς Διόνυσον θεραπεύει Εὐρ. Βάκχ. 81· κύκλῳ δὲ περὶ σὲ κ. εὐπέταλος ἕλικι θάλλει Ἀριστοφ. Θεσμ. 999· (ἐντεῦθεν πιθ. καλεῖται οἰνώψ, Σοφ. Ο. Κ. 674)· ὡσαύτως παρὰ ποιηταῖς, πρβλ. Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. 584.

English (Slater)

κισσός ivy θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου Θρ. 3. 3.

Spanish

hiedra

Greek Monolingual

ο (AM κισσός, Α αττ. τ. κιττός)
γένος ξυλωδών αναρριχώμενων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση αποτελεί το γένος εδέρα ή έδερα ή χέδερα και ανήκει στην οικογένεια ραλιίδες και στην τάξη κορκώδη (α. «είμαι το χάλασμα... που ο κισσός το περιζώνει», Γρυπ.
β. «κύκλῳ δὲ περὶ σὲ κισσὸς εὐπέταλος ἕλικι θάλλει», Αριστοφ.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) (στους Αχαιούς) «κιρσός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης προελεύσεως και ετυμολ.
ΠΑΡ. κίσσινος, κισσωτός
αρχ.
κισσεύς, κισσίον, κισσώ (ΙΙ), κισσώδης (ΙΙ)
αρχ.-μσν.
κισσήεις, κισσών
νεοελλ.
κισσία.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κισσηρεφής, κισσοειδής, κισσοστεφής
αρχ.
κισσεοχαίτης, κισσήρης, κισσόβρυος, κισσοδέτας, κισσόδετος, κισσοκόμης, κισσοκόρυμβος, κισσόπλεκτος, κισσόπληκτος, κισσοποίητος, κισσοστέφανος, κισσοτόμος, κισσοφάγος, κισσοφορία, κισσοφόρος, κισσοφορώ, κισσοχαίτης, κισσοχαρής, κισσοχίτων
αρχ.-μσν.
κισσόφυλλον
νεοελλ.
κισσοστόλιστος. (Β' συνθετικό) χαμαίκισσος
αρχ.
εύκισσος, κατάκισσος, μαλακόκισσος.

Greek Monotonic

κισσός: Αττ. κιττός, , κισσός, Λατ. hedera, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: ivy, Hedera helix (IA.)
Other forms: Att. κιττός
Compounds: Often as 1. member, e. g. κισσο-φόρος having ivy (Pi., Ar.); also as 2. member, e. g. κατά-κισσος crowned with ivy (Anacreont.).
Derivatives: Diminut. κισσίον = ἀσκληπιάς (Ps.-Dsc.); κίσσινος of ivy (Pi., E.), κισσήεις id. (Nic., Nonn.; on the formation Schwyzer 527), κισσώδης envelopped with ivy (Nonn.); κισσεύς surname of Apollon (A. Fr. 341; Boßhardt Die Nom. auf -ευς 43f.); κισσών forest with ivy (Hdn. Gr.), κίσσαρος = κισσός (Gloss.). Denomin. verb κισσόω, -ττ- crown with ivy (E., Alciphr.) with κίττωσις (Attica).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Foreign word of unknown origin (cf. Güntert Labyrinth 22, Bertoldi Studi etr. 10, 26 n. 2). Wrong IE. explanations in Bq and W.-Hofmann s. hedera. Pre-Greek, Fur. 256 w. n. 36 on -αρος.

Middle Liddell

ivy, Lat. hedera, Soph., Eur., etc.

Frisk Etymology German

κισσός: {kissós}
Forms: att. κιττός
Meaning: Efeu, Hedera helix (ion. att.).
Composita: Oft als Vorderglied, z. B. κισσοφόρος efeutragend (Pi., Ar. u. a.); auch als Hinterglied, z. B. κατάκισσος mit Efeu bekränzt (Anakreont.).
Derivative: Ableitungen: Deminutivum κισσίον = ἀσκληπιάς (Ps.-Dsk.); κίσσινος aus Efeu (Pi., E. u. a.), κισσήεις ib. (Nik., Nonn.; zur Bildung Schwyzer 527), κισσώδης mit Efeu umwunden (Nonn.); κισσεύς Beinanne des Apollon (A. Fr. 341; Boßhardt Die Nom. auf -ευς 43f.); κισσών Efeuhain (Hdn. Gr.), κίσσαρος = κισσός (Gloss.). Denominatives Verb κισσόω, -ττ- mit Efeu bekränzen (E., Alkiphr.) mit κίττωσις (Attika).
Etymology: Fremdwort unbekannter Herkunft (vgl. Güntert Labyrinth 22, Bertoldi Studi etr. 10, 26 A. 2). Vergebliche idg. Erklärungsversuche bei Bq, WP. 1, 451 und W.-Hofmann s. hedera. Pelasgische Etymologie bei Carnoy L’Ant. class. 24, 17.
Page 1,860

Léxico de magia

ὁ bot. hiedra gener. negra σὺ δὲ αὐτὸς στεψάμενος κισσῷ μέλανι ... κατακλίθητι ἄνω βλέπων y tú corónate con hiedra negra y túmbate mirando hacia arriba P IV 173 ἀνάκρισις· ὁ κισσὸς φύλλων ιγʹ consulta (al espíritu de un muerto) : hiedra de trece hojas P IV 1992 καὶ ἐπιστεφάνου αὐτὸν τῷ κισσῷ τῷ μέλανι y adórnala con hiedra negra (ref. a una diosa dibujada) P IV 2051

Translations

Albanian: dredhkë, hurdhe; Arabic: لَبْلَاب‎; Armenian: բաղեղ; Aromanian: eadirã, eadiri, iadirã; Azerbaijani: sarmaşıq; Basque: huntz, xira; Bulgarian: бръшлян; Catalan: heura, hedra; Chechen: хутал-буц; Cherokee: ᎤᎸᏗ; Cornish: idhyow; Corsican: eddera, ellera, eddara, ellara, lellera, lellara, lillura; Czech: břečťan; Dacian: arpropria; Danish: efeu, vedbend; Dutch: klimop, eiloof; Esperanto: hedero; Estonian: luuderohi; Faroese: viðbenda, viðbendil; Finnish: muratti; Franco-French: lierre; Friulian: jêre; Galician: hedra, hedreira, malvela, areira, ireira; Georgian: სურო; German: Efeu; Greek: κισσός; Ancient Greek: κισσός, κιττός, χενόσιρις; Hungarian: borostyán; Ido: hedero; Irish: eidhneachán, eidhneán, eidheann; Istro-Italian: edera; Japanese: ツタ; Korean: 담쟁이덩굴; Latin: hedera; Lithuanian: gebenė; Low German: Ieloof; Luxembourgish: Eefeu, Wantergréng or; Macedonian: бршлен; Mandarin: 常春藤; Manx: hibbin; Megleno-Norwegian: eføy; Occitan: èdra; Old English: īfiġ; Persian: سن‎, پاپیتال‎; Polish: bluszcz; Portuguese: hera; Romanian: iederă; Romansch: fegliadella, edra; Russian: плющ; Sardinian: edora, edola, edera; Scottish Gaelic: eidheann, eidheannach; Serbo-Croatian Cyrillic: бршљан; Roman: bršljan; Sicilian: èdira, èddira, ètira, èddara, arrèddira, lèddira; Slovak: brečtan; Sorbian Lower Sorbian: blušć; Upper Sorbian: blušć; Spanish: hiedra; Swahili: mwefeu, lablabu; Swedish: murgröna; Turkish: sarmaşık; Ukrainian: плющ; Venetian: èłera, ènera, èrena, èrna, èroła; Vietnamese: thường xuân; Volapük: hed; Welsh: iorwg, eiddew