κιναιδεύομαι

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

   A to be a κίναιδος, Sch.Luc.JTr.8.

German (Pape)

[Seite 1438] = κιναιδίζομαι, Schol. Luc. Iov. trag. 8.

Greek (Liddell-Scott)

κῐναιδεύομαι: ἀποθετ., εἶμαι κίναιδος, Σχόλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 8.

Greek Monolingual

κιναιδεύομαι (Α) κίναιδος
είμαι κίναιδος.