το (AM κλεῑσμα) κλείω (Ι)]1. περίφραγμα, φράχτης2. (κατά συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόποςνεοελλ.-μσν.1. περίβολος2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόποςνεοελλ.-μσν.1. περίβολος2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, εγκλεισμός.